- καλλικρήδεμνος
- καλλι-κρήδεμνος (κρήδεμνον): with beautiful head-bands, pl., Od. 4.623†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
καλλικρήδεμνος — καλλικρήδεμνος, ο, η (Α) αυτός που έχει ωραίο κάλυμμα τού κεφαλιού («ἄλοχοι καλλικρήδεμνοι», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + κρή δεμνος (< κρή δεμνον*), πρβλ. κυανο κρή δεμνος, λιπαρο κρή δεμνος] … Dictionary of Greek
καλλικρηδέμνου — καλλικρήδεμνος with beautiful head band masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλικρήδεμνοι — καλλικρήδεμνος with beautiful head band masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλ(ι)- — (Μ καλλ[ι] ) α συνθετικό με το οποίο εμφανίζεται το επίθ. καλός σε πολλές λ. κυρίως τής Αρχαίας Ελληνικής, ενώ στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται συχνότερα το καλ(ο) *. Το καλλ(ι) εμφανίζει αναδιπλασιασμένο λ , η ερμηνεία τού οποίου είναι αβέβαιη.… … Dictionary of Greek